Όπως ανέφερα σε σχόλιο μου σε προηγούμενο φύλλο, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, θα πρέπει κάποτε να προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε, όσο είναι εύκολο βέβαια, την ιστορία μας. Γιατί η ιστορία δεν είναι ποτέ άσπρο ή μαύρο και φυσικά ολίγον μακριά από αυτήν που διδαχθήκαμε στα σχολεία. Ωστόσο, δεν θα διαγράψω με μια μονοκονδυλιά όσα διδαχθήκαμε, αφού πολλά από αυτά ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όμως η ιστορική φετινή επέτειος μας δίνει μιας πρώτης τάξης ευκαιρία να “σκαλίσουμε” λίγο την ιστορία μας.
Έλληνες εναντίον Ελλήνων
Δεν ξεκινώ όμως με κάποιο περιστατικό του 1821, αλλά πολύ νωρίτερα και συγκεκριμένα στο 334 π.Χ. και σύμφωνα με όσα γράφει ο Δημήτρης Καμπουράκης σε ένα από τα εξαιρετικά του βιβλία με τίτλο: “Μια σταγόνα ιστορία”! Ο Αλέξανδρος ο Μακεδών έφτασε με το εκστρατευτικό του σώμα στις απόκρημνες όχθες ενός μικρού ποταμού της Μικράς Ασίας, του Γρανικού, ένα μόλις μήνα μετά το πέρασμά του στην ασιατική ακτή του Ελλήσποντου. Στην απέναντι όχθη τον περίμενε παραταγμένος ο περσικός στρατός. Οι Πέρσες σατράπες και στρατηγοί είχαν απορρίψει τις ρεαλιστικές προτάσεις του Μέμνονα, ενός Ροδίτη που υπηρετούσε ως ναύαρχος στον περσικό στόλο. Ο Μέμνων, που είχε ζήσει για καιρό στην αυλή του Φιλίππου Β’ και ήξερε καλά τις στρατιωτικές δυνατότητες των Μακεδόνων, είχε προτείνει ελεγχόμενη οπισθοχώρηση, κλεφτοπόλεμο, καθώς και την τακτική της καμένης γης. Πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα εξαντλούσε τον Αλέξανδρο, θα τον άφηνε χωρίς τρόφιμα και θα τον περιόριζε στην παραλιακή ζώνη, εξαρτημένο από τον εφοδιασμό των πλοίων του. Δεν τον άκουσαν!
Τα περιστατικά της μάχης τα έχουμε διδαχθεί στο σχολείο και τα έχουμε ακούσει πολλές φορές. Με το ιππικό και τα σώματα στρατού να τον ακολουθούν, ο νεαρός βασιλιάς Αλέξανδρος όρμησε πρώτος στο ποτάμι και σκότωσε ο ίδιος, μαζί με τον Κλείτο, τους αρχηγούς των Περσών Σπιθριδάτη και Ροισάκη, με αποτέλεσμα ο περσικός στρατός να πανικοβληθεί και η μάχη να μετατραπεί σε ελληνικό θρίαμβο. Οι πύλες της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής είχαν πια ανοίξει για τον Μακεδόνα βασιλιά. Υπάρχει όμως μία λεπτομέρεια που συνήθως παραλείπεται από τους ιστορικούς. Στη μάχη του Γρανικού, ο Αλέξανδρος δεν πολέμησε εναντίον του περσικού στρατού, αλλά πολέμησε εναντίον ενός στρατεύματος που αποτελούνταν κατά το ήμισυ από Πέρσες και κατά το ήμισυ από Έλληνες, αφού, από τους περίπου 45.000 άνδρες που έστεκαν στην απέναντι όχθη, οι 20.000 ήταν μισθοφόροι από την Ελλάδα! Το ιππικό, οι τοξότες και οι ψηλοί ήταν Πέρσες, αλλά όλο το πεζικό αποτελούνταν από Έλληνες.
Η τιμωρία
Μια ακόμη λεπτομέρεια στην οποία αποφεύγουμε συνήθως να αναφερθούμε είναι ότι, παρόλο που οι Πέρσες στρατιώτες αφέθηκαν να υποχωρήσουν χωρίς να κυνηγηθούν, οι Έλληνες μισθοφόροι περικυκλώθηκαν από το μακεδονικό πεζικό και εξοντώθηκαν. Ανήκει στις συνήθειες των μισθοφόρων, μόλις δουν ότι η πλάστιγγα γέρνει εναντίον του εργοδότη τους, να εγκαταλείπουν τη μάχη, συνηθέστατα, δεν προσχωρούν στο στρατόπεδο του νικητή εφόσον αυτός τους πληρώσει. Δεν κινούνται από πατριωτικά συναισθήματα, απλώς μισθώνουν τα όπλα τους και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι τα χρήματα. Στον Γρανικό, όμως, ο Αλέξανδρος δεν τους άφησε καμία επιλογή: τους περικύκλωσε και τους κατέσφαξε. Από τους 20.000 Έλληνες μισθοφόρους που έλαβαν μέρος στη μάχη, οι 18.000 έπεσαν νεκροί και οι υπόλοιποι 2.000 αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν δούλοι.
Αν και ο Αλέξανδρος ισχυρίστηκε ότι τιμωρήθηκαν διότι «ενώ ήταν Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό των βαρβάρων, ενάντια στις αποφάσεις του κοινού συνεδρίου των Ελλήνων», κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα για ποιον λόγο ο νεαρός βασιλιάς αντέδρασε τόσο άγρια. Ίσως να εξοργίστηκε που μια τόσο ισχυρή πολεμική μηχανή όπως το ελληνικό πεζικό βρέθηκε εναντίον του. Κάποιοι υποστήριξαν ότι με αυτόν τον τρόπο επέλεξε ο Αλέξανδρος να προειδοποιήσει όποιον Έλληνα σκεφτόταν να ξανανοικιάσει τα όπλα του στους Πέρσες. Υπάρχει όμως και ο αντίλογος. Οι μισθοφόροι που θα επέλεγαν στο εξής να σταθούν απέναντι στο Μακεδόνα βασιλιά θα ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων, αντί να υποχωρήσουν ή να παραδοθούν, αφού η νίκη θα ήταν ο μόνος τρόπος για να μείνουν ζωντανοί. Ούτως ή άλλως, στην επόμενη μάχη, της Ισσού, ο Αλέξανδρος ξαναβρέθηκε απέναντι σε χιλιάδες Έλληνες μισθοφόρους, που πολεμούσαν στο πλευρό του Δαρείου, και αυτή τη φορά δεν τους σκότωσε. Απλώς τους μίσθωσε και τους πήρε μαζί του. Και κάτι τελευταίο.
Το αδελφάκι του Καποδίστρια
Πάντα από το ίδιο βιβλίο, πάμε στο 1832 να γνωρίσουμε τον αδελφό του Ιωάννη Καποδίστρια. Η απαξίωση των πολιτικών και της πολιτικής στις μέρες μας έχει καταστήσει ξανά επίκαιρη την ομιλία του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια, προς τη Δ’ Εθνοσυνέλευση, με την οποία αρνήθηκε να πάρει μισθό για τις υπηρεσίες του. Το καλοκαίρι του 1829 στο Άργος, μπροστά στους εκπροσώπους του πρόσφατα απελευθερωθέντος και ρημαγμένου από τον αγώνα κράτους των Ελλήνων, ο κυβερνήτης είχε πει: «Ελπίζω ότι όσοι εξ ημών συμμετέχουν εις την κυβέρνησιν, θέλουν γνωρίσει μεθ’ εμού ότι εις τα παρούσας περιπτώσεις όσοι ευρίσκονται εις δημόσια υπουργήματα, δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγως με τον βαθμόν του υψηλού υπουργήματός των και με τας εκδουλεύσεις των, αλλ’ ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η κυβέρνησιν εις την εξουσία της. Εφ’ όσον τα ιδιαίτερα εισοδήματά μου αρκούν δια να ζήσω, αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και το μέσον ερειπίων και ανθρώπων βυθιζόμενων εις την εσχάτην πενίαν».
Η μνημειώδης αυτή ομιλία αναφέρεται ορθώς στα σχολικά βιβλία ιστορίας ως ενδεικτική της πατριωτικής στάσης και της πολιτικής εντιμότητας ενός κυβερνήτη που δεν ανήλθε στην εξουσία για να πλουτίσει, αλλά για να προσφέρει στο έθνος. Μέχρι το θάνατό του, ο Καποδίστριας δεν έλαβε ούτε ένα κέρμα για αμοιβή.
Τη συνέχεια αυτής της ιστορίας όμως δεν τη μαθαίνουμε στα σχολεία. Όταν ο πρώτος κυβερνήτης δολοφονήθηκε από τους Μαυρομιχαλαίους, η γερουσία διόρισε στη θέση του τον μικρό αδελφό του νεκρού, κόμη Αυγουστίνο Καποδίστρια, με συγκυβερνήτες τον Κολοκοτρώνη και τον Κωλέτη -αυτοί οι τρεις, βέβαια, ουδέποτε κατάφεραν να συνεννοηθούν και να μονιάσουν. Ο κόμης δεν είχε καμία σχέση με τον αδελφό του. Έκανε του κεφαλιού του, κυβέρνησε δικτατορικά και γρήγορα οδήγησε τη χώρα σε εμφύλιο. Μόλις έξι μήνες κατάφερε να κυβερνήσει, κι έπειτα την κοπάνησε για τη Ρωσία, όπου πέθανε συνταξιοδοτημένος απ’ τον Τσάρο. Κι όμως, μέσα σε αυτούς τους έξι μήνες, πρόλαβε να εξευτελίσει την πιο λαμπρή πράξη του σπουδαίου αδελφού του. Με κυβερνητική απόφαση που εξέδωσε ο ίδιος, το ελληνικό κράτος υποχρεώθηκε να πληρώσει στους κληρονόμους του νεκρού (δηλαδή σ’ αυτόν) το σύνολο των μισθών που ο πρώτος κυβερνήτης είχε αρνηθεί να εισπράξει! Επειδή μάλιστα ουδέποτε είχε ορισθεί το ύψος του μισθού, ο Αυγουστίνος Καποδίστριας το υπολόγισε αυθαιρέτως, ορίζοντας ότι το κράτος του χρωστούσε το μυθικό ποσό των 846.334,90 φοινίκων. Δεδομένου ότι τα χρήματα αυτά δεν υπήρχαν, ο ίδιος νόμος απένειμε το δικαίωμα στους κληρονόμους του νεκρού κυβερνήτη (σε αυτόν δηλαδή) να καταβάλουν κρατικές γαίες μέχρι της καλύψεως του ποσού. Ο νόμος δημοσιεύθηκε στη Γενική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 9-3-1832, ευτυχώς όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ, αφού ο Αυγουστίνος δραπέτευσε στο εξωτερικό και η βαυαρική αντιβασιλεία κατάργησε τη θλιβερή απόφασή του, χωρίς ο κόμης να λάβει ούτε ένα οβολό.